εὕρεσιν

εὕρεσιν
εὕρεσις
a finding
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • обрѣтениѥ — ОБРѢТЕНИ|Ѥ (43), ˫А с. 1.Нахождение, отыскание кого л., чего л.: левъ же по||знавъ осьлъ старцевъ тече к нему ѹсты имыи за поворозъ... ведѧше в монастырь съ •г҃•ми вельблуды раду˫асѧ ѡ обрѣтении погыбшаго осла. Пр 1383, 14–15; ѿ ищющи(х) преже… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • LEUCIPPUS — Eleates quibusd. Philosophus, qui omnia pleno et inani constare dixit. Cit. Tusc. Qu. l. 4. Dogma hoc plenius explicat Diog. Laert. l. 9. et qui eum exscripsit Hesych. Illustris. Praeterea res infinitas esse docuit, atque in se invicem permutari; …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ενισχύω — (AM ἐνισχύω) [ισχύω] δυναμώνω, βοηθώ, ισχυροποιώ, ανακουφίζω («τόν ενίσχυσε χρηματικά») αρχ. 1. (αμτβ.) υπερισχύω, επικρατώ, γίνομαι ισχυρότερος («ἐν ταῑς πόλεσι ἐνισχύει τὰ νόμιμα καὶ τὰ ἤθη», Αριστοτ.) 2. (απολ.) ισχύω, κρατώ 3. αποκτώ δυνάμεις …   Dictionary of Greek

  • καταγραφή — η (AM καταγραφή) [καταγράφω] η λεπτομερής αναγραφή σε κατάλογο, η εγγραφή κάθε είδους έμψυχου ή άψυχου υλικού σε καταλόγους (α. «έγινε καταγραφή τής περιουσίας του» β. «καταγραφαῑς τῶν ὀνομάτων», Πλούτ.) νεοελλ. 1. εγγραφή σε λογιστικά βιβλία 2.… …   Dictionary of Greek

  • πόθος — I Προσωποποίηση του πόθου στην αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή θρησκεία. Ήταν γιος του Ζέφυρου και της Ίριδας ή του Έρωτα και της Αφροδίτης. Εικονιζόταν με τη μορφή αμούστακου νέου. Στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Βερολίνου υπάρχει υδρία που βρέθηκε στο …   Dictionary of Greek

  • Μοσχόπουλος, Μανουήλ — (1282 – 1328). Βυζαντινός λόγιος και μαθηματικός. Ανιψιός του μητροπολίτη Κρήτης Νικηφόρου Μοσχόπουλου, έδρασε την περίοδο της ηγεμονίας του αυτοκράτορα Ανδρόνικου B’ Παλαιολόγου. Η συμβολή του Μ. στην πρόοδο τόσο των κλασικών όσο και των θετικών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”